ἀγκάλη 

рѫка
αἱ ἀγκάλαι паꙁѹха
δέχομαι εἰς τὰς ἀγκάλας, ἀγκάλαις ὑποδέχομαι прѩт [въꙁѧт] на рѫкѹ [рѫкахъ]