ὑπερβολή 

досаждень, лхотъкъ, прѣспѣнь
αἰσχύνω τῇ ὑπερβολῇ прѣспѣт
δι' ὑπερβολήν прѣлхъ
εἰς ὑπερβολήν ꙁлха
καθ' ὑπερβολήν ꙁѣло, ꙁдрѧдь
ὑπερβολὴ τῆς μανίας волꙗ